μεθοδείᾳ

μεθοδείᾳ
μεθοδείᾱͅ , μεθοδεία
craft
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεθοδεία — μεθοδείᾱ , μεθοδεία craft fem nom/voc/acc dual μεθοδείᾱ , μεθοδεία craft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδεία — και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω] 1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη 2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ) μσν. επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση αρχ. μέθοδος, τρόπος… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδείας — μεθοδείᾱς , μεθοδεία craft fem acc pl μεθοδείᾱς , μεθοδεία craft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείαι — μεθοδείᾱͅ , μεθοδεία craft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείαν — μεθοδείᾱν , μεθοδεία craft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδειῶν — μεθοδεία craft fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδεῖαι — μεθοδεία craft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείαις — μεθοδεία craft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδία — μεθοδία, ἡ (Α) βλ. μεθοδεία …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՐԴԱԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἕνεδρος, ἑπιβουλή insidiae κακία , κακοπραγία maleficentia ἑπιτήδευμα, παραδιατριβή, ῤαδιούργημα , στραγγαλία, σπίλας, μεθοδεία dolus, versutia եւն. Նենգութիւն. դաւաճանութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”